Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνέδριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συνέδριον, τό, 1. σώμα ανδρών που έχουν συνέλθει σε συνεδρίαση ή σύσκεψη, συνέλευση, συμβούλιο, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, σε Πολύβ.· το Ιουδαϊκό Sanhedrim, σε Κ.Δ.· ιδίως λέγεται για συμβούλιο αντιπροσώπων από συμμαχικές ή ομόσπονδες πολιτείες, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. 2. βουλευτήριο, χώρος όπου διεξάγονταν συνδιασκέψεις, σε Ηρόδ., Ξεν.