LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συνάρχω"
- συν-άρχω, μέλ. -ξω, 1. κυβερνώ, εξουσιάζω, διοικώ από κοινού με, τινί, σε Ηρόδ. 2. απόλ., μετέχω, είμαι σύντροφος σε κάποιο αξίωμα, σε Θουκ.· ὁ συνάρχων, αυτός που μετέχει ενός αξιώματος, που είναι συνάδελφος στην άσκηση εξουσίας, συνδιοικητής, συγκυβερνήτης, στον ίδ.