LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συνάπας"
- συν-άπᾱς, -ᾱσα, -ᾰν, όπως το σύμπας, επιτετ. αντί πᾶς, πᾶσα, πᾶν, όλος μαζί, ολόκληρος, σύμπας, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ. με περιληπτικά ουσ., τὸ συνάπαν στράτευμα, στον ίδ.