Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνάγω"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
συν-άγω, παρατ. -ῆγον, Δωρ. -ᾱγον, Επικ. -ᾰγον· μέλ. συνάξω, αόρ. βʹ συνήγαγον, παρακ. συνῆχα και συναγήοχα, Παθ. συνῆγμαι· I. 1. φέρνω στο ίδιο σημείο, συναθροίζω, συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκαλώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, αρχίζω τη μάχη, τον αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, όπως το συμβάλλω, στρέφω δύο πολεμιστές, τον έναν εναντίον του άλλου, σε Αισχύλ.· απ' όπου, αμτβ., συνάγω εἰς μέσον, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Θεόκρ. 3. οδηγώ στο ίδιο σημείο, συνάπτω σ' ένα, ενώνω, συνενώνω, συγκροτώ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Αισχύλ.· συνάγω γάμους, συνάπτω γάμο, νυμφεύομαι, σε Ξεν. 4. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, σε Κ.Δ. II. συλλέγω, συσσωρεύω προμήθειες, σοδειές κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ. III. 1. έλκω, σύρω από κοινού, ώστε να συναντηθούν τα άκρα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, φέρνω κοντά τα άκρα ενός πράγματος, συστέλλω, στενεύω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ. 2. σμίγω τα φρύδια μου, σε Αριστοφ.· συνάγω τὰ ὦτα, τεντώνω τα αυτιά μου, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. IV. συλλέγω από ό,τι έχει αναφερθεί προηγουμένως, δηλ. συμπεραίνω, εξάγω συμπέρασμα, τεκμαίρομαι, Λατ. colligere, σε Αριστ.
συν-ᾰγωγεύς, , I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ. II. αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.
συνᾰγωγή, , I. 1. συγκέντρωση στο ίδιο σημείο, σύναξη, συνένωση, σε Πλάτ. 2. τόπος συγκέντρωσης, εβραϊκή συναγωγή, σε Κ.Δ. II. 1. συναγωγή, προετοιμασία πολέμου, συνάθροιση στρατευμάτων, σε Θουκ. 2. μάζεμα και αποθήκευση σοδειάς, σε Πολύβ. 3. σύμπτυξη, συμπύκνωση, συναγωγὴ στρατιᾶς, διάταξη στρατεύματος κατά στήλες, σε Πλάτ.· συναγωγὴ τοῦπροσώπου, σύμπτυξη, σούφρωμα και ρυτίδωση προσώπου, κατήφεια, σε Ισοκρ. 4. συλλογή, ανθολόγηση γραπτών κειμένων, σε Αριστ. III. συμπέρασμα, εξαγωγή συμπεράσματος, στον ίδ.
συν-ᾰγωγός, -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, ενωτικός, σε Πλάτ.
συν-ᾰγωνιάω, μοιράζομαι την αγωνία κάποιου, βρίσκομαι στην ίδια αγωνία με αυτόν, σε Πολύβ.
συν-ᾰγωνίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· 1. αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον, αγωνίζομαι μαζί του βοηθώντάς τον, συμπολεμώ, τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, ξυναγωνίζομαί τινι, συμμερίζομαι την τύχη κάποιου, στον ίδ. 2. βοηθώ, υποστηρίζω, τινι, σε Δημ. 3. απόλ., μάχομαι στην ίδια πλευρά, σε Θουκ.
συν-ᾰγωνιστής, -οῦ, , αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα με κάποιον, συμμαχητής, συμβοηθός, συμπολεμιστής, συνεργός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινος, για κάτι, σε Αισχίν., Δημ.