Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμφορά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμφορά, Ιων. , (συμφέρω III), 1. γεγονός, περίσταση, τυχαίο γεγονός, συμβάν, σε Ηρόδ., Αττ.· αἱ ξυμφοραὶ τῶν βουλευμάτων, αποτελέσματα, εκβάσεις διαβουλεύσεων, σε Σοφ.· ξυμφορᾶς ἵν'ἕσταμεν, σε τι επικίνδυνη θέση βρισκόμαστε, στον ίδ. 2. ιδίως, ατυχής συγκυρία, ατύχημα, δυστύχημα, σε Ηρόδ., Αττ.· συμφορῇ χρῆσθαι, είμαι ατυχής, σε Ηρόδ. 3. με θετική σημασία, καλή τύχη, ευτυχές γεγονός, σε Τραγ.