LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συμφοιτάω"
- συμ-φοιτάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, συχνάζω κάπου από κοινού, σε Ηρόδ.· ιδίως φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον, σε Λουκ.