Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-φέρω, μέλ. συνοίσω, αόρ. αʹ συνήνεγκα, Ιων. -ήνεικα· αόρ. βʹ -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα·
Α.
Ενεργ., I. 1. φέρνω μαζί στον ίδιο τόπο, συνάζω, συναθροίζω, συλλέγω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. συνεισφέρω, βοηθώ, σε Αισχύλ., Ευρ. 3. φέρνω σε σύγκρουση, σε Αισχύλ. 4. φέρω ή ανέχομαι μαζί ή από κοινού, σε Ξεν.· λέγεται για συμφορές και κόπους, φέρω, κουβαλώ, ανέχομαι από κοινού, βοηθώ κάποιον να αντέξει, σε Σοφ., Ευρ.· ανέχομαι, συγχωρώ, σε Αισχύλ. II. αμτβ.· 1. αποφέρω κάποιο όφελος, είμαι χρήσιμος ή επωφελής, επικερδής, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απρόσ., είναι χρήσιμο, επωφελές, ωφέλιμο, με απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. μτχ. συμφέρων, -ουσα, -ον, χρήσιμος, επωφελής, ταιριαστός, αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος, σε Σοφ. κ.λπ.· ουδ. ως ουσ., συμφέρον, -οντος, τό, χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, ωφέλεια, Λατ. utile, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, στον πληθ., τὰ συμφέροντα, σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, μτχ. αορ., τὸ τῳ ξυνενεγκόν, σε Θουκ. III. αμτβ., 1. δουλεύω μαζί, συνεργώ, συμφωνώ με, συντελώ, βοηθώ, τινί, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ανέχομαι, υποχωρώ, παραχωρώ, τινί, σε Σοφ. 2. αρμόζω, ταιριάζω, τινί, σε Αριστοφ., Ξεν. 3. λέγεται για γεγονότα, συμβαίνω, γίνομαι, αποβαίνω, με απαρ., σε Ηρόδ. Β. I. Παθ., συμφέρομαι, μέλ. συνοίσομαι, αόρ. αʹ -ηνέχθην, Ιων. -είχθην· παρακ. -ενήνεγμαι· έρχομαι μαζί, εμπλέκομαι σε μάχη, συμπλέκομαι, συγκρούομαι, Λατ. congredi, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· απλώς, συναντώ, σε Πλάτ. II. 1. συνεννοούμαι, έχω την ίδια άποψη ή συμφωνώ με, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., συμφωνώ από κοινού, ομοφωνώ, ομογνωμώ, συναινώ, συμπίπτω, συγκατανεύω σε, συγκατατίθεμαι, σε Πλάτ.· επίσης, οὐ συμφέρεται περί τινος, δεν συμφωνεί μ' αυτούς σε όσα αφηγήθηκαν, στον ίδ. III. λέγεται για γεγονότα· 1. συμβαίνω, αποβαίνω, συμβαίνω κατά τύχη, τυχαίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. απρόσ., συμβαίνει, τυχαίνει, σε Ηρόδ.