Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμπονέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-πονέω, κοπιάζω μαζί ή από κοινού με άλλους, συμμετέχω στους κόπους της δουλειάς, τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, συμπονέω κακοῖς, λαμβάνω μέρος στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., κοπιάζω ή υποφέρω μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.