LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συμπανηγυρίζω"
- συμ-πᾰνηγυρίζω, μέλ. -σω, λαμβάνω μέρος σε μια ιερή, εορταστική συνάθροιση, συνεορτάζω, πανηγυρίζω από κοινού, με δοτ., σε Πλούτ.

