LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συμπαθής"
- συμ-πᾰθής, -ές (παθεῖν), αυτός που μοιράζεται τα ίδια αισθήματα με κάποιον, πονόψυχος, τινι, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη συμπάθεια κάποιου, στον ίδ.