Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμπήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-πήγνυμι και -ύω, μέλ. -πήξω, I. τοποθετώ στέρεα δίπλα δίπλα, συναρμόζω, συνδέω, κατασκευάζω, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.Μέσ., συναρμόζω, κατασκευάζω για τον εαυτό μου, σε Λουκ. II. στερεώνω, κάνω κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.