Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμπέμπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-πέμπω, μέλ. -ψω, 1. στέλνω μαζί ή συγχρόνως, συναποστέλλω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. συνοδεύω, παρακολουθώ, σε Λυσ.