Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμπάρειμι"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
συμ-πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum), 1. παρίσταμαι, παρευρίσκομαι επίσης ή συγχρόνως, είμαι κι εγώ παρών, σε Ξεν. κ.λπ. 2. στέκομαι στο πλάι, σπεύδω να βοηθήσω, τινι, στον ίδ., σε Δημ.
συμπάρειμι, (εἶμι, Λατ. ibo), πορεύομαι στο πλάι επίσης ή μαζί με άλλους, προσέρχομαι, γʹ ενικ. παρατ. συμπαρῄει, σε Ξεν., Αισχίν.