Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμμορία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-μορία, (μέρος), συνεταιρισμός ή εταιρεία, σωματείο· στην Αθήνα, μετά το 377 π.Χ., οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες διαιρούνταν σε είκοσι σωματεία (συμμορίαι), δύο σε κάθε φυλή· καθεμιά καλούνταν να πληρώσει με τη σειρά της ένα υπέρογκο ποσό για έκτακτες πολεμικές δαπάνες, ως φόρο επί της περιουσίας της, σε Ξεν., Δημ.