LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συμμιγής"
- συμ-μῐγής, -ές (μίγνυμι), 1. αυτός που έχει αναμειχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, σύμμεικτος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. με δοτ., αναμεμειγμένος, ανακατωμένος, σε Αισχύλ.