Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμμαχία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμμᾰχία, Ιων. -ίη, , I. 1. συμμαχία, επιθετική και αμυντική (αντίθ. προς το ἐπιμαχία, η αμυντική συμμαχία), σε Ηρόδ. κ.λπ.· συμμαχίαν ποιεῖσθαι πρός τινα, στον ίδ.· τινί, σε Θουκ. 2. γενικά, καθήκον που απορρέει από συμμαχία, συμμαχική υποχρέωση, σε Αισχύλ. II. 1. = τὸ συμμαχικόν, στρατιωτικό σώμα που αποτελείται από συμμάχους, συμμαχικό σώμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, χώρα των συμμάχων κάποιου, συμμαχική χώρα, σε Θουκ. 2. συμμαχική ή βοηθητική στρατιωτική δύναμη, στον ίδ., σε Ξεν.