Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμβόλαιον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμβόλαιον, τό, I. όπως το σύμβολον, χαρακτηριστικό σημάδι ή σημείο από το οποίο συμπεραίνει κάποιος, τεκμήριο, μαρτυρία, σε Ηρόδ.· σύμπτωμα, σε Σοφ. II. 1. στην Αθήνα, συμβόλαιο, σύμβαση, ομόλογο, γραμμάτιο που εκδίδεται σε αναγνώριση δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο συμβόλαιο, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με ενέχυρο φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, καθώς και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ. 2. γενικά, υποχρέωση, δέσμευση, σε Ευρ. III. συναναστροφή, σχέση, ερωτική πράξη, σε Πλούτ.