Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμβολή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμβολή, (συμβάλλομαι), I. συνάντηση με κάποιον στο ίδιο σημείο, ένωση, συναπάντημα, σμίξιμο, σε Ξεν.· σημείο όπου ενώνονται δύο μέρη, άκρο, αρμός, άρθρωση, Λατ. commissura, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. με εχθρική σημασία, εχθρική συνάντηση, συμπλοκή, μάχη, σε Ηρόδ., Αισχύλ. III. = συμβόλαιον II, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμφωνο, συμφωνητικό, σε Αριστ.· στους Αχαρν. του Αριστοφ. υπάρχει λογοπαίγνιο με τις σημασίες II και III, συμπλοκή και ανοιχτοί οικονομικοί λογαριασμοί, εχθρική έφοδος και απαίτηση πληρωμής. IV. στον πληθ. συμβολαί ονομάζονταν όσα συνέφερε κάποιος στο κοινό συμπόσιο, συνεισφορά, έρανος· πίνειν ἀπὸ συμβολῶν, όπως το de symbolis esse στον Τερέντ., Αττ.· διασκέδαση, ευωχία, γεύμα, σε Ξεν.