Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμβιβάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-βῐβάζω, μτβ. του συμβαίνω, I. 1. φέρνω, οδηγώ στο ίδιο σημείο — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Κ.Δ. 2. μεταφ., συμφιλιώνω, μονοιάζω, ειρηνεύω, διαλάσσω, σε Ηρόδ.· συμβιβάζω τινά τινι, συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο, σε Θουκ. II. τοποθετώ δίπλα δίπλα, δηλ. παραβάλλω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, εξετάζω, σε Πλάτ. III. 1. αποδεικνύω δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ. 2. διδάσκω, καθοδηγώ, σε Κ.Δ.