Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ -έβᾰλον, παρακ. -βᾰλεῖν, παρακ. -βέβληκαΠαθ. αόρ. αʹ -εβλήθην· ο Όμηρος παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ συμβλήτην, -βλήμεναιΜέσ., σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -βλήμενος, με μέλ. συμβλήσομαι, βʹ ενικ. συμβλήσεαι· I. 1. ρίχνω από κοινού, εξακοντίζω μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· συνενώνω τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. 2. βάζω μαζί, συγκλείω, συλλέγω, συγκεντρώνω, σε Ξεν. 4. κλείνω τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· αλλά, ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το βλέμμα μου το βλέμμα της; σε Ευρ. 5. γενικά, συνδέω, ενώνω, συμβάλλω σχοινία, συστρέφω τα σχοινιά, σε Αριστοφ.· ξυμβάλλω τὰς δεξιάς, δίνω τα χέρια, πραγματοποιώ χειραψία, σε Ευρ.· συμβάλλω λόγους, στον ίδ.Παθ., κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας, κριθάρι που έχει ριχτεί σε σωρούς μπροστά στα άλογα, σε Ξεν. 6. συμβάλλω συμβόλαιά τινι ή πρός τινα, συνάπτω συμβόλαιο με κάποιον, του δανείζω χρήματα με ενέχυρο, σε Δημ.· συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, δανεισμός χρημάτων με ενεχυριασμό των δούλων ως εξασφάλιση, στον ίδ.· απόλ., με την ίδια σημασία, σε Πλάτ. 7. συνεισφέρω, δανείζω, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην αισθάνομαι αγανάκτηση, σε Πλάτ.· συμβάλλεσθαι εἰς ή πρός τι, συνεισφέρω, συντελώ, χρησιμεύω σε κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος, πολλά πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ. 8. συμβάλλεσθαι γνώμας, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ. 9. συμβάλλειν λόγους, συζητώ, συνδιαλέγομαι· και συμβάλλειν, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, συμβάλλω πρός τινα, σε Κ.Δ.· ομοίως στη Μέσ., συμβάλλεσθαι λόγους, σε Ξεν.· συμβάλλεσθαί τι, έχω κάτι να πω, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. φέρνω τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική σημασία, στρέφω τον έναν εναντίον του άλλου, τους βάζω να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.Μέσ., ενώνομαι στη μάχη με κάποιον. 2. αμτβ., έρχομαι μαζί, πιάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· έρχομαι στα χέρια, σε ρήξη, συγκρούομαι, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 3. συμβάλλω μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν συμβάλλω τινί, στον ίδ.· μεταφ., συμβαλεῖν ἔπη κακά, αντικρούω τις ύβρεις με άσχημα λόγια, σε Σοφ. 4. Μέσ., έρχομαι σε επαφή με κάποιον, τον συναντώ κατά τύχη, με δοτ., σε Όμηρ., ο οποίος χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ ξύμβλητο και μέλ. συμβλήσομαι, αποκλειστικά με τη σημασία αυτή. III. 1. βάζω μαζί, δίπλα, ενώνω, συνάπτω, συνάγω, και στην Παθ., αντιστοιχώ, αναλογώ, συνάδω, ταιριάζω, σε Αισχύλ. 2. συγκρίνω, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι πρός τι, σε Πλάτ.Παθ., τὸ Βαβυλώνιον τάλαντον συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό τάλαντο (νόμισμα) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ. 3. στη Μέσ., βάζω δίπλα, λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, στον ίδ. 4. συγκρίνω την προσωπική μου γνώμη με τα γεγονότα, και ως εκ τούτου συμπεραίνω, τεκμαίρομαι, εικάζω, ερμηνεύω, εξηγώ, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., βρίσκω, καταλαβαίνω, εννοώ, σε Ηρόδ. IV.στη Μέσ., συμφωνώ, προσδιορίζω από κοινού, καθορίζω μαζί με κάποιον, σε Ξεν.