Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συλλαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συλ-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, παρακ. συνείληφαΠαθ. -είλημμαι, αόρ. αʹ συνέλᾰβον, απαρ. συλλᾰβεῖνΠαθ., μέλ. -ληφθήσομαι· I. 1. συλλέγω, συνάγω, μαζεύω, συμμαζεύω, ιδίως συναθροίζω διεσπαρμένα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. 2. απλώς, παίρνω μαζί μου, παίρνω μακριά, απάγω, σε Σοφ., Αριστοφ.· αγοράζω ταχέως, σε Αριστοφ. 3. συνάπτω, συγκλείω, κλείνω το στόμα ενός πτώματος, σε Πλάτ.· συλλαμβάνω αὐτοῦ τὸ στόμα, του κλείνω το στόμα, σε Αριστοφ. 4. στην ομιλία, περιλαμβάνω, περιέχω, εμπερικλείω, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. απλώνω χέρι σε κάτι, αρπάζω, γραπώνω, πιάνω, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν., συλλαμβάνω τῶν σχοινίων, κρατώ τα σχοινιά, τα λουριά, έχω τον έλεγχό τους, σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ., ξυλλαβών, γρήγορα, βιαστικά, με βιασύνη, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ. με γεν., ξυλλαβέσθαι τοῦξύλου, στον ίδ. 2. συλλαμβάάνω, πιάνω, θέτω υπό κράτηση, σε Ηρόδ., Αττ.Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι, προτού συλληφθούν, σε Θουκ. 3. λέγεται για το νου, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σε Ηρόδ., Πίνδ. III. δέχομαι, λαμβάνω συγχρόνως, απολαμβάνω από κοινού, σε Ηρόδ. IV. λέγεται για γυναίκες ή θηλυκά ζώα, συλλαμβάνω, μένω έγκυος, κυοφορώ, εγκυμονώ, σε Λουκ. V. 1. με δοτ. προσ., λαμβάνω μέρος από κοινού με άλλον, βοηθώ, συνεργώ, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., συνελάβετο τοῦ στρατεύματος, σε Ηρόδ.· νόσου συλλαβέσθαι, σε Σοφ.· συνεισφέρω σε κάτι, σε Θουκ.