Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συκοφάντης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῡκο-φάντης, -ου, (φαίνω), αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, διαβολέας, ψευδοκατήγορος, συκοφάντης, που ποτέ δεν χρησιμ. στην ελληνική, όπως το σύγχρονο Αγγλ. sycophant, δηλ. κόλαξ· γενικά, αυτός που δίνει ψευδείς, κακόβουλες γνώμες ή συμβουλές, σε Δημ. [συνήθως ετυμολογείται από το σῦκον και φαίνω, αυτός που κατήγγελε στο δικαστήριο όσους εξήγαγαν παρανόμως σύκα από την Αττική· καλύτερα, πιθ. αυτός που φανερώνει τα σύκα, δηλ. αυτός που φέρνει τα σύκα στο φως κουνώντας το δέντρο (καθώς τα σύκα παρέμεναν κρυμμένα μέσα στα πυκνά φυλλώματα)· και κατόπιν, μεταφ., αυτός που εξαναγκάζει τους πλούσιους, μέσω απειλών για συκοφάντησή τους, να του παράσχουν χρήματα].