Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγχέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγ-χέω· μέλ. -χεῶ, -εῖς, -εῖ, αόρ. αʹ -έχεα, Επικ. -έχευα, απαρ. -χεῦαιΠαθ., αόρ. αʹ -εχύθην [ῠ]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ σύγχῠτο· I. 1. χύνω μαζί, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ. κ.λπ.Παθ., βρίσκομαι σε σύγχυση, θολώνω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το συγχώννυμι, προκαλώ καταστροφή, καταστρέφω, φθείρω, χαλώ, αφανίζω, ερειπώνω, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. λέγεται για το νου, προκαλώ σύγχυση, συγχύζω, προβληματίζω, μπερδεύω, αναστατώνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., σε Ευρ. 2. μπερδεύω, κάνω κάτι ανώφελο, ακυρώνω, ματαιώνω, ανατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.