Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγκομίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγ-κομίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, I. 1. μεταφέρω ή φέρνω στο ίδιο σημείο, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, σε Ηρόδ.· Μέσ., με Παθ. παρακ., φέρνω μαζί μου, συνάγω, συλλέγω, στον ίδ., σε Ξεν.Παθ. συσσωρεύομαι από κοινού, σε Ηρόδ.· μεταφ., ταῦτα συγκομίζεται, κερδίζοντα, αποκτώνται ταυτοχρόνως και τα δύο, σε Σοφ. 2. λέγεται για τη σοδειά, συγκεντρώνω, συλλέγω, αποθηκεύω, τοποθετώ σε σκεπασμένο χώρο, σε Ενεργ. και Μέσ., σε Ξεν.Παθ., λέγεται για τη σοδειά, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, είναι ώριμη για να σοδιαστεί, μαζευτεί, σε Ηρόδ. II. βοηθώ στον ενταφιασμό, κηδεύω, σε Σοφ.