LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συγκατατίθημι"
- συγ-κατατίθημι, μέλ. -θήσω, εναποθέτω, καταθέτω από κοινού ή ταυτοχρόνως — Μέσ., συγκατατίθημί τινι τὴν αὐτὴν δόξαν, καταθέτω την ίδια άποψη με κάποιον, σε Πλάτ.· κατόπιν, μόνον με δοτ., συμφωνώ, συναινώ με, σε Φίλιππ. παρά Δημ.