Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγγράφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγ-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. καταγράφω ή σημειώνω, Λατ. conscribere, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., αναθέτω, φροντίζω ώστε να καταγραφεί κάτι, σε Ηρόδ. 2. περιγράφω, στον ίδ. II. 1. συντάσσω ένα γραπτό ή συνθέτω συγγραφικό έργο, Λατ. conscribere· πόλεμον ξυγγράφω, γράφω την ιστορία του πολέμου, γράφω ιστορικό έργο, σε Θουκ.· ιδίως γράφω σε πεζό λόγο, σε Πλάτ. 2. συνθέτω λόγο ο οποίος πρόκειται να εκφωνηθεί από άλλον, σε Ισοκρ., Πλάτ.Μέσ., αναθέτω τη συγγραφή λόγων, σε Πλάτ. III. 1. συλλέγω, συντάσσω, ορίζω, τοὺςπατρίους νόμους, σε Ξεν.Μέσ., συγγράφεσθαί τι, συντάσσω συμβόλαιο ή σύμβαση, κάνω έγγραφη συμφωνία, στον ίδ.· συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα, συνάπτω συνθήκη ειρήνης με κάποιον, σε Ισοκρ.· απόλ., υπογράφω συνθήκη, σε Θουκ.· πατέρες συγγεγραμμένοι, οι Ρωμ. Patres conscripti, σε Πλούτ. 2. συντάσσω σχέδιο ψηφίσματος που πρόκειται να υποβληθεί σε ψηφοφορία, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. IV. ζωγραφίζω κατά παραγγελία ή κατόπιν συμβολαίου, σε Αριστοφ.