Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγγνώμη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγ-γνώμη, Αττ. ξυγ-γν-, , I. αναγνώριση, παραδοχή κάποιου πράγματος, ομολογία, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι..., αναγνωρίζω ότι..., σε Ηρόδ. II. 1. αίσθημα συμπάθειας προς κάποιον, επιεικής κρίση γι' αυτόν, παραχώρηση, προσπάθεια δικαιολόγησής του, σε Αριστοφ., Κ.Δ. 2. συγχώρεση, άφεση, συγγνώμην ἔχειν, συγχωρώ, τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· τινός, για κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το συγγνώμης τυγχάνειν, κερδίζω τη συγχώρηση κάποιου, σε Ξεν. κ.λπ.· ξυγγνώμην λήψονται, θα συγχωρεθούν, σε Θουκ. 3. λέγεται για πράξεις, ενέργειες, συγγνώμην ἔχει, επιδέχονται, επιτρέπουν τη συγχώρηση, είναι συγγνωστά, άξια συγχώρεσης, συγχωρήσιμα, σε Σοφ.· ἔχειν τι συγγνώμης, σε Θουκ.