Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγγενής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγ-γενής, -ές (γίγνομαι), I. αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, φυσικός, έμφυτος, σύμφυτος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· συγγενεῖς μῆνες, μήνες που μετρά ο φυσικός μου βίος, μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., συγγενῶς δύστηνος, δυστυχής από τότε που γεννήθηκα, σε Ευρ. II. 1. αυτός που έχει το ίδιο γένος, καταγωγή, οικογένεια με κάποιον, εξ αίματος συγγενής με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος συγγενής, όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., συγγενής εξ αίματος, όμαιμος, τινος, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., οἱ συγγενεῖς, γενιά, σόι, φύτρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = συγγένεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική σχέση με τον Λάιο, σε Σοφ. 2. μεταφ., συγγενικός, ομοειδής, όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ. III. στην περσική Αυλή, το συγγενής ήταν τίτλος που απονεμόταν από το βασιλιά ως ένδειξη τιμής (όπως το cousin στην Αγγλία).