Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συγγένεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συγγένεια, (συγγενής),· I. 1. ταυτότητα γένους ή οικογενειακής καταγωγής, εξ αίματος συγγένεια, γενιά, γενεά, σε Ευρ. κ.λπ.· με γεν., γενιά, εξ αίματος συγγένεια με ή προς κάποιον, ἡ ξυγγένεια τοῦ θεοῦ, σε Πλάτ.· επίσης, ἡ πρὸς τοὺς παῖδας συγγένεια, σε Ισοκρ. 2. συγγενικοί δεσμοί, οικογενειακή σχέση, επιρροή, ισχύς, σε Πλάτ. II. γενιά κάποιου, σόι, εξ αίματος συγγενείς του, σε Ευρ.· στον πληθ., οικογένειες, οίκοι, σε Δημ.