LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στῖφος"
- στῖφος, εος, τό (στείβω), συμπτυγμένο ή συμπαγές στρατιωτικό σώμα· ένα στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα, μάζα, συγκέντρωση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νεῶν στίφος, πυκνή, συντεταγμένη παράταξη πλοίων, σε Αισχύλ.