LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στῆθος"
- στῆθος, -εος, τό, στήθος, εμπρόσθιο μέρος του θώρακα, Λατ. pectus, σε Όμηρ., Ξεν. II. μεταφ., στήθος ως έδρα συναισθημάτων, καρδιά, σε Όμηρ. (πάντοτε στον πληθ., σε Αισχύλ.).