Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στύγος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στύγος[ῠ], -εος, τό (στυγέω), I. μίσος, όπως αυτό εκφράζεται με τα βλέμματα, αποστροφή, θλίψη, μελαγχολία, κατήφεια, σε Αισχύλ. II. αντικείμενο του μίσους, βδέλυγμα, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, δεσπότου στύγος, ο απεχθής κύριός σου, στον ίδ.· στύγη θεῶν, λέγεται για τις Ερινύες, στον ίδ.· αποτρόπαια πράξη, στον ίδ.