LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στύγιος"
- Στύγιος[ῡ], -α, -ον και -ος, -ον (Στύξ),· I. αυτός που ανήκει στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ. II. = στυγητός, μισητός, αποτρόπαιος, σε Ευρ.