LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στόμαχος"
- στόμᾰχος, ὁ (στόμα), κυρίως στόμα, άνοιγμα· απ' όπου· 1. λαιμός, φάρυγγας, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στα μεταγεν. ελλ., στόμιο στομάχου, οισοφάγος, στομάχι.