Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στόμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
στόμα, Δωρ. στύμα, -ατος, τό, I. 1. στόμα, στοματική κοιλότητα, Λατ. os, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. στόμα ως όργανο της ομιλίας, δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ', σε Ομήρ. Ιλ.· στόμα τὸ δῖον, το στόμα του Δία, σε Αισχύλ.· Μοισᾶν στόμα, στόμα, στόμιο του μουσικού οργάνου των Μουσών, σε Θεόκρ.· με προθέσεις· ἀνὰ στόμα ἔχειν, έχω πάντοτε στο στόμα μου, το έχω πάντοτε πρόχειρο να το πω, σε Ευρ.· ἀπὸ στόματος, από το στόμα, δηλ. από μνήμης, από στήθους, σε Ξεν. κ.λπ.· διὰ στόμα, ήταν σε όλων τα στόματα, σε Αισχύλ.· πᾶσι διὰ στόματος, είναι η κοινή ομιλία, σε Θεόκρ.· ἐξ ἑνὸς στόματος, με μια φωνή, σε Αριστοφ.· κατὰ στόμα, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ηρόδ., Αττ. II. 1. στόμα ποταμοῦ, στόμα, εκβολές, όχθες ποταμού, Λατ. ostia, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, ἠιόνος στόμα μακρόν, εκτεταμένο στόμιο, είσοδος παραλίας, σε Ομήρ. Ιλ.· στόμα τοῦ Πόντου, Λατ. fauces Ponti, σε Ηρόδ.· επίσης, χάσμα ή ρωγμή στην επιφάνεια της γης, απ' όπου αναβλύζει ένα ρυάκι, στον ίδ.· τὸ ἄνω, τὸ κάτω στόμα τοῦ ὀρύγματος, άνοιγμα ή εύρος μιας διόδου ή ενός ορύγματος στην κορυφή, στις παρυφές, στον ίδ. 2. άνοιγμα, κάθε έξοδος ή είσοδος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. III. εμπρόσθιο μέρος, πρόσοψη, πρόσωπο, μέτωπο· 1. λέγεται για όπλα, αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ.· ακμή, κόψη ξίφους, σε Κ.Δ.· επίσης, όπως το Λατ. acies, μέτωπο, πολεμικό μέτωπο, πρώτη γραμμή μάχης, στόμαπολέμοιο, ὑσμίνης, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και μόνο του, σε Ξεν. 2. γενικά, ἄκρον στόμα πύργων, κορυφή πύργων, σε Ευρ.· τὸ στόμα τοῦ βίου, το ακρότατο όριο της ζωής, σε Ξεν.
στομᾰ-λίμνη, , λίμνη που έχει αλμυρό νερό καθώς τα ύδατά της συγκοινωνούν με τα θαλάσσια, κόλπος, σε Στράβ.· ομοίως στομάλιμνον, τό, σε Θεόκρ.
στόμ-αργος, -ον, αυτός που μιλάει συνεχώς, μεγαλόφωνος πολυλογάς, φλύαρος, αδολέσχης, σε Αισχύλ., Σοφ.· στόμαρχος γλωσσαλγία, κουραστική, ανιαρή πολυλογία, σε Ευρ.
στομᾰτ-ουργός, -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.
στόμᾰχος, (στόμα), κυρίως στόμα, άνοιγμα· απ' όπου· 1. λαιμός, φάρυγγας, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στα μεταγεν. ελλ., στόμιο στομάχου, οισοφάγος, στομάχι.