Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στόλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στόλος, (στέλλω),· I. 1. εφοδιασμός, εξοπλισμός για πολεμικούς σκοπούς, εκστρατεία από ξηρά ή θάλασσα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· τεθριπποβάμων στόλος, εφοδιοπομπή με τέθριππο, με τέσσερις ίππους, σε Ευρ. 2. γενικά, οδοιπορία ή ταξίδι, σε Σοφ. κ.λπ.· ἰδίῳ στόλῳ, ταξιδεύοντας με δική μου πρωτοβουλία, αντίθ. προς το δημοσίῳ ή κοινῷ στόλῳ, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ. 3. σκοπός ή αιτία ενός ταξιδιού, αποστολή, θέλημα, υπηρεσία που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ. 4. οπλισμός, εξοπλισμός, στρατιά ή θαλάσσια δύναμη, στόλος, σε Αττ.· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. με ένα μόνον πλοίο, σε Σοφ.· πρόπας στόλος, όλος ο λαός, στον ίδ. 5. παγκρατίου στόλος, περίφρ. αντί παγκράτιον, σε Πίνδ. II. ἔμβολον, έμβολο πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.