LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στυππεῖον"
- στυππεῖον, τό, χοντρή ίνα από λινάρι ή κάνναβη, στουπί, ξαντό για καλαφάτισμα, Λατ. stuppa, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.