Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρόφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρόφος, (στρέφω), I. 1. συστραμμένος ιμάντας, λουρί ή σχοινί, που χρησίμευε ως ζώνη όπου στερεωνόταν το ξίφος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, σπάγγος, σχοινί, σε Ηρόδ. 2. στρόφια, ζώνη που φορούσαν οι νεαρές κοπέλες, σε Αισχύλ. 3. φασκιά, ύφασμα που χρησίμευε ως σπάργανο, σε Ομήρ. Ύμν. II. σπασμός εντοσθίων, κοιλόπονος, κολικός στομάχου, Λατ. tormina, σε Αριστοφ.