Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρόμβος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρόμβος, (στρέφω), περιστρεφόμενο ή περιδινούμενο σώμα· απ' όπου· 1. σβούρα, Λατ. turbo, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ανεμοστρόβιλος, σε Αισχύλ. 3. κοχλίας, σαλιγκάρι, σε Θεόκρ.