LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρόβιλος"
- στρόβῑλος, ὁ (στρόβος), 1. οτιδήποτε συστρέφεται, περιστρέφεται ή περιδινίζεται· σβούρα, σε Πλάτ. 1. δίνη υδάτων, υδατοστρόβιλος, ρουφήχτρα, ανεμοστρόβιλος, σε Λουκ. 3. χορός που χορεύεται με πολλές περιστροφές του σώματος, πιρουέτα, σε Αριστοφ.
- στροβῑλός, -ή, -όν (στρόβος), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.