LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρυφνός"
- στρυφνός, -ή, -όν (στύφω), I. λέγεται για γεύση που συσπά το στόμα, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση, σε Ξεν., Ανθ. II. μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή συμπεριφορά, δύστροπος, τραχύς, αυστηρός, δύσκολος, αψύς, σε Αριστοφ., Ξεν.