LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στροφεῖον"
- στροφεῖον, τό (στρέφω),· 1. συστραμμένος βρόχος, θηλειά, σπάγγος, σε Ξεν. 2. τυλιγάδι, κύλινδρος με μοχλούς όπου περιτυλισσόταν το καλώδιο, σε Λουκ.

