Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στροφή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στροφή, (στρέφω),· I. 1. στρίψιμο, καθοδήγηση σε στροφή, π.χ. ενός αλόγου, σε Ξεν.· ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων, στρέφοντας τα μάτια, σε Ευρ. 2. συστροφή, καμπή, ελιγμός τέτοιου είδους όπως αυτός που έκαναν οι παλαιστές προκειμένου να παραπλανήσουν τον αντίπαλό τους, σε Πλάτ.· μεταφ., τέχνασμα, πανουργία, σε Αριστοφ. II. στροφή των χορευτών του Χορού (στη δραματική ποίηση), καθώς χόρευαν από το δεξιό προς το αριστερό μέρος της ορχήστρας (ὀρχήστρα)· άσμα που τραγουδούσαν κατά την περιστροφή αυτή, η στροφή, στην οποία αποκρινόταν η ἀντιστροφή.