Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρουθός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρουθός, και , 1. σπουργίτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ὁ μέγας στρουθός, μεγαλόσωμο πουλί, δηλ. στρουθοκάμηλος, Λατ. struthio, σε Ξεν.· επίσης ονομαζόταν στρουθὸς κατάγαιος (δηλ. πτηνό που τρέχει στο έδαφος, που δεν πετά), σε Ηρόδ.· επίσης, απλώς στρουθός, όπως το στρουθοκάμηλος, σε Αριστοφ.