LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρουθοκάμηλος"
- στρουθο-κάμηλος[ᾰ], ὁ, επίσης ἡ, πτηνό στρουθοκάμηλος, που ονομάστηκε έτσι λόγω του λαιμού του, που είναι στενόμακρος όπως τῆς καμήλας, σε Στράβ.