Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρογγύλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρογγύλος[ῠ], , -ον (στράγγω), I. 1. στρογγυλός, αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιρικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· λίθοι στρογγύλοι, χαλίκια, βότσαλα, σε Ξεν. 2. κυκλικός, κυκλοτερής, σε Πλάτ. 3. στρογγυλός, αυτός που είναι σχηματισμένος κυκλοτερώς, σε Ξέναρχ. 4. λέγεται για πλοία, στρογγύλη ναῦς, στρογγύλον πλοῖον, εμπορικό πλοίο, από το κυκλικό του σχήμα, αντίθ. προς το στενόμακρο πολεμικό πλοίο (μακρὰ ναῦς), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. μεταφ., λέγεται για φράσεις, στρογγυλεμένη, συμπυκνωμένη, επιμελημένη, περιεκτική, σαφής, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίρρ. στρογγυλώτατα, με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, σε Αριστ.