LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρεβλόω"
- στρεβλόω, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐστρέβλωσα (στρεβλός)· I. συστρέφω, κάμπτω ή πιέζω με δύναμη, συνθλίβω· στρεβλόω τὰ ὅπλα ὄνοισι, τραβώ τα καλώδια με το τυλιγάδι ώστε να τεντωθούν, σε Ηρόδ.· τεντώνω τις χορδές εγχόρδου μουσικού οργάνου, σε Πλάτ. II. 1. συστρέφω ή στρέφω βίαια ένα εξαρθρωμένο μέλος, προκειμένου να το επαναφέρω στη θέση του, σε Ηρόδ. 2. τεντώνω το σώμα στον τροχό (όργανο βασανισμού), ή σε οδοντωτή γραμμή που υποδέχεται τους οδόντες του τροχού, συνθλίβω, εξαρθρώνω, βασανίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ, στον ίδ. 3. μεταφ., διαστρεβλώνω ή αλλάζω εσκεμμένα τα λόγια κάποιου, σε Κ.Δ.