Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρατός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρατός, , 1. στρατοπεδευμένο στράτευμα· γενικά, στράτευμα, ἀνὰ στρατόν ή κατὰ στρατόν, καθ' όλο το στράτευμα, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. στρατόφι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ναυτική στρατιωτική δύναμη, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. στρατιώτες, σύνολο απλών στρατιωτών, οπλιτών, χωρίς τη στρατιωτική ηγεσία, σε Όμηρ.· ομοίως, κοινοί, ανώνυμοι άνθρωποι, πλήθος, λαός, σε Πίνδ., Αισχύλ. 3. κάθε όμιλος ή σώμα αντρών, σε Πίνδ.