LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρατιώτης"
- στρᾰτιώτης, -ου, ὁ (στρατιά), πολίτης που έχει υποχρέωση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία· γενικά, στρατιώτης, οπλίτης, πολεμιστής, σε Ηρόδ., Αττ.· περιληπτικά, ὁ στρατιώτης, στράτευμα, στρατός, σε Θουκ.

