Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρατιωτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρᾰτιωτικός, , -όν, I. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατιώτες, σε Ξεν. κ.λπ.· τὸ στρατιωτικόν (ενν. ἀργύριον), μισθός στρατιωτών, σε Δημ.· αλλά, τὸ στρατιωτικόν (ενν. πλῆθος), στρατιώτες, στράτευμα, σε Θουκ.· τὰ στρατιωτικὰ (ενν. πράγματα), στρατιωτικές υποθέσεις, σε Ξεν. 2. κατάλληλος για στρατιώτη, στρατιωτικός· στρατιωτικὴ ἡλικία, κατάλληλη ηλικία για στράτευση, ηλικία στρατεύσιμου νέου, στον ίδ. 3. πολεμικός, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, γένη, σε Αριστ. II. επίρρ., με τον τρόπο του στρατιώτη, όπως ο στρατιώτης, με πειθαρχία, σε Ισοκρ.· λέγεται για πλοία, στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, εξοπλισμένα μάλλον για τη μεταφορά στρατιωτών παρά για ναυμαχία, σε Θουκ.